Η λάμψη της Αγάπης

2012-09-13 20:58

                                       Η  ΛΑΜΨΗ  ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ                                                                                          

                                                                             Ιακώβου Γ. Μπριλή

                                                                                     Μαθηματικού.

Μόλις το πρωινό αγέρι χάδεψε το πρόσωπό σου, κι η πρώτη καυτή χρυσαφένια ηλιαχτίδα  ζέστανε το μέτωπό σου, ένοιωσες πως ξεκινάς  ένα ταξίδι…

Ναι, ένα ταξίδι  που θέλεις ν’ απολαύσεις στη ρόδινη αυγή, στην φωτεινή τη λιόλουστη τη μέρα μα και στην άλλη,  στη σκοτεινή  , εκείνη που βροντές  κι λαμπερές αστραφτερές ακτίνες τον  νεφοσκέπαστο  ουρανό της τον διασχίζουν….

       Στα μάτια σου, σ΄ αυτές τις δυο ορθάνοιχτες πύλες του κάλλους,  η θάλασσα ξεχύνεται κι άλλοτε ήρεμη κι ακούνητη σκορπάει την απέραντη γαλήνη κι άλλοτε μανιασμένη με το σκληρό της πρόσωπο στου κύματος τη ράχη ξεπροβάλλει έτοιμη να καταπιεί τα ίδια τα παιδιά της…κι αστράφτουν  οι χρυσές χλωμές ακτίνες του φεγγαριού …κι απάνω της ο καταγάλανος ουρανός, απύθμενος, ενώνεται μαζί της και σμίγει δίχως ρωγμές στις άκρες… Δίπλα σου το κρυστάλλινο νερό το διάφανο κυλά γάργαρο και λαξεύει  τις αιχμηρές  κορφές των βράχων…

     Στ΄ αυτιά σου τ΄ αγουροξυπνημένα τα πουλιά,  σου στέλνουν τη γλυκιά τους μελωδία κόβοντας  βόλτες- βόλτες ατέλειωτες σε ακανόνιστες πορείες….

     Στη μύτη σου οι ευωδιές των λουλουδιών , βάλσαμο σου μαλακώνουν την καρδιά μέσα απ΄ την αθέατη ταπεινή προσφορά τους.

     Τα χέρια σου αγγίζουν κάθε τι,  πλάθουν, δημιουργούν την ωραιότητα…

      Η γεύση σου, άλλο μεγάλο δώρο, για ν΄ απολαμβάνεις τις ομορφιές της τροφής σου…

Εκείνη η γλώσσα σου, άλλοτε με το χαμόγελο θωπεύει τ’ αυτιά των άλλων κι άλλοτε με το δηλητήριο της οχιάς τα κόκαλα τσακίζει….

Και να, ο νους σου, αγέρωχος, ελεύθερος, γεμάτος σκέψεις,  κατευθύνεται μόνος από την ατραπό των αισθήσεων προς τον εξωτερικό κόσμο  , σαστισμένος , θαμπωμένος από τα πολλαπλά στολίδια της Δημιουργίας..

 Εσύ είσαι που στέκεις στη μέση , ταξιδιώτης, να γίνεσαι καθημερινά ένας  μάρτυρας των απλών μα πλούσιων μεγάλων δώρων τούτης της πολυποίκιλης φύσης . Σε πλημμυρίζουν τα πώς και τα γιατί, το ποιος και πότε έκανε τούτο τον υπέροχο  κόσμο της απλότητας και της απέραντης αρμονίας. Μπροστά σου δυο βασίλεια ,ζώα και φυτά,  αναπέμπουν  μια δοξολογία στον Πλάστη… Τ΄ αστέρια άπιαστα, απόκρυφα μιλούν… Δόξα στον Πλάστη…Κι αν δεν συμφωνείς  δώσε μου πειστική εξήγηση για το ταξίδι της ζωής πώς γίνεται να σβήνει το φθινόπωρο και ν΄  ανασταίνεται την άνοιξη…

Στέκεις στη μέση , ταξιδιώτης. Όταν η ψυχή σου ταράζεται μοιάζει ολόιδια με τον  καιρό που  χαλάει. Είναι τότε που συλλογιέσαι πολύ , πικραίνεσαι και   στην άκρη αποτραβιέσαι σε μια γωνιά του σπιτιού σου, και κλαις… κλαις γοερά  προσθέτοντας στις στάλες της βροχής το καυτερό σου δάκρυ.

Αντίθετα κάνεις όταν ο καιρός φτιάχνει, ανοίγεις το σπίτι σου κι αποζητάς να μπει μέσα όλο το φως του κόσμου. Ρουφάς με πάθος τις χρυσαφένιες ηλιαχτίδες και γίνεται η ψυχή σου περιβόλι ανθόσπαρτο κι χαίρεται  και το πρόσωπό σου λάμπει σαν αστέρας πρώτου μεγέθους….

Στέκεις στη μέση , ταξιδιώτης και μεστώνοντας πια μες το ταξίδι, αόρατα χέρια αυξομειώνουν το ουράνιο φως κι αδιάκοπα σε διαπερνά ανάμικτα κάθε στιγμή  χαρά ,θλίψη, αναμνήσεις, πόνος, ευχαρίστηση, όνειρα, αγωνίες , ενοχές, αναζητήσεις…

Διαθέτεις τη ζωή σου, σκορπίζεις τις ώρες σου, ψάχνοντας βαθειά στο είναι σου και κάνεις πράγματα, γράφεις κείμενα,  φτιάχνεις κατασκευές, δημιουργείς χειροτεχνήματα κομψά ή άκομψα δεν έχει σημασία κι όλα αυτά για να μη κολλάει το μυαλό σου σ΄ ένα σημείο μηδέν….Κι όλα τούτα την ώρα που άλλοι γεννιούνται, άλλοι διασκεδάζουν , άλλοι υποφέρουν, άλλοι πεθαίνουν…

Κι ονειροπόλος αφελής γίνεσαι για χίλια δυο ζητήματα και σκέψεις που σου ‘ρχονται σαν αστραπές να σε φωτίσουν ,  μα φεύγουν στη στιγμή και  ξεθωριάζουν και σκεπάζονται από της ζωής  το διάβα…

Τη ζωή σου δίνεις στην ανακάλυψη του άγνωστου , τ’ αλλιώτικου αυτού που σε συνεπαίρνει και σε βγάζει στο περιθώριο της ζωής σου και ξεχνάς αν υπάρχει ο εαυτός σου ή ότι είσαι ένα μικρός κόκκος άμμου στα αζήτητα που δεν φαίνεται ούτε με μικροσκόπιο στου σύμπαντος την πελώρια ύλη…..

Παλεύεις στης ζωή σου το ταξίδι μ΄ ανθρώπινα λιοντάρια που δυστυχώς ξεχάσανε τι θα πει αγάπη στο συνάνθρωπο και να τα με τα κοφτερά τους δόντια παραμονεύουν να σε κατασπαράξουν…Σε βλέπω, σε τραυμάτισαν   , το αίμα σου κατακόκκινο καυτό τρέχει απ΄ τις πληγές σου κι όμως  εσύ δεν  παραδίνεσαι , δεν  λυγίζεις , μπορείς ν΄ αντιστέκεσαι…

Αντιστέκεσαι , και δίνεις ένα λάκτισμα με την  όποια δύναμή σου στ΄ ανθρωπόμορφα λιοντάρια που σε όρμισαν, που σ΄ αδίκησαν, που σε πρόσβαλαν… 

Κοιτάς μόνο ψηλά στου ουρανού τ΄ αστέρια  να βρεις τι κρύβουν  πίσω απ΄ αυτό  αμυδρό  το φως που στέλνουν. Ακόμη και στο λάκκο με τα φαρμακερά τα φίδια που σε ζώνουν , πρόσεχε αυτό το φως της αλήθειας, της  ηθικής, των ιδανικών, των στόχων κράτα το άσβεστο μες το ταξίδι.

  Ακόμη κι αν τα άλμπουρα και τα πανιά ξεσκίσουν σε τούτο το φουρτουνιασμένο ταξίδι, εσύ  μένεις όρθιος κρατώντας το πιο ψηλό το ξάρτι,  να κοιτάς ψηλά μ΄ αξιοπρέπεια , με ελπίδα για μια καλύτερη ζήση…

Δίνεις  έτσι στους άλλους  κουράγιο, βγάζεις από την ψυχή σου τα πορφυροφτιαγμένα  τριανταφυλλένια μπουμπούκια του εσωτερικού σου ανθόκηπου αφού τα καθαρίσεις από τα σουβλερά αγκάθια…Αλλιώτικα απερίγραπτο πόνο  σκορπάς γύρω σου κι αντί με ευωδιάς αρώματα,  οι άλλοι θα σε λούζουν με χίλιες καταφρόνιες…

Και τώρα άφησε τον εαυτό σου, έλα κοντά στους άλλους, δείξε ευαισθησία στο συνταξιδιώτη σου, στον πικραμένο, τον ανάπηρο τον αδικημένο, τον όποιον κρίνεις πως την έχει ανάγκη. Μη ξεχνάς η ευαισθησία θυμίζει ΑΝΘΡΩΠΟ!  Άφησε το Θείο Φως να ραντίσει με ροδόνερο τα σπλάχνα σου…να φτάσει βαθειά, στην ψυχή σου.

Να ξέρεις αφού ‘σαι ταξιδιώτης,  πως στη βαλίτσα σου κι αν βάλεις όλα μα όλα  τα υλικά αγαθά του κόσμου, ξάφνου ένα πρωί για ένα βράδυ θα την αφήσεις μες τη βροχή, μες  το σκοτάδι,  μες την έρημο, στο λιοπύρι δεν ξέρω… Ένα να ξέρεις…Κι εσύ θα φύγεις.  Θάρθει η μέρα που η πυξίδα σου θα κολλήσει οριστικά , θα μαραθούν στο βάζο της ψυχής σου τα λουλούδια , ο πόνος το κορμί σου θα περάσει κι η φθορά του χρόνου θα νικήσει…

Είσαι αθάνατος πια. Μα μη φοβάσαι και μη λυπάσαι…

Τ΄ αστέρια σε προσμένουν να  πας μαζί τους …Δεν θέλεις πια τηλεσκόπιο να τα γνωρίσεις, δεν έχεις αγωνίες για το τι περίεργο σου κρύβουν… Έγινες ένα μ΄ αυτά , μονάχα  γύρνα  κάτω από ψηλά τους άλλους να δεις με λύσσα να τραβάνε τη βαλίτσα σου να την ξεσκίσουν, να την αρπάξουν…

Πρόλαβε λοιπόν τώρα  μην κάθεσαι, μην αφήνεσαι , χρέος έχεις  τη βαλίτσα να γεμίσεις μ΄ αγάπη στο συνάνθρωπο κι απ΄ αυτήν να ξεχειλίσει, να μη κλείνει , να μη χωράει ούτε μια καρφίτσα…. Η λάμψη της αγάπης να πλημμυρίσει τη γη  μ΄ αυτή να θάψεις  τα μίση και  τα πάθη. Η λάμψη της αγάπης να αναπεμφθεί σαν θερμή φλόγα στους αιθέρες…Δόξα στον Πλάστη της Αγάπης!  Και να θυμάσαι . Η λάμψη της αγάπης , όμοια μ΄ αυτή που απλώνεται στα φωτοστέφανα των Αγίων θα φανεί παντού μόνο με πράξεις , όχι με λόγια! Πρόλαβε λοιπόν μην κάθεσαι…….