Ευθυμογράφημα - Οι αγελούδες

2012-09-13 21:04

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ.                                          

                                       Οι Αγελούδες.

Μια μέρα που εκαθούμεστενε παιδάκια στη βεγγέρα μ΄ένα  θειό μας ογδοντάρη τον παρακαλούσαμενε να μας πεί αν είδενε ποτέ στη ζωή του τις «Αγελούδες».

Για όσους δεν γνωρίζουνε, οι Αγελούδες ήταν ξωτικά φαντάσματα με ασπρόρουχα που βγαίνανε μόνο τη νύχτα και γυρίζανε μεσ΄ τις ερημιές, στα μαγγανοπήγαδα, τις ρεματιές  και στα σκοτεινά σοκάκια. Tην ημέρα εκρύβουντανε μέσα σε σπηλιές και τρύπες των βουνών για να μη τις βλέπει το φως του ήλιου. Ήτανε πάντα ντυμένες με λευκά φορέματα γι αυτό εμοιάζανε με τους αγγέλους και έτσι τις ονομάζανε αρχικά Αγγελούδες κι αργότερα τους έμεινε το “Αγελούδες”. Θεωρούντανε δε ο φόβος και ο τρόμος του διαβάτη….

Ο θείος λοιπόν εθυμήθηκενε μια σχετική ιστορία  κι αποφάσισενε να μας την διηγηθεί.

Ο δευτεροξάδελφος  του θείου, ο Παναής,  είχενε στάνη στο βουνό και κάθε πρωί και κάθε βράδι ηφόρτωνεν το γαδουράκι με τα απαραίτητα κι έφευγε αξημέρωτα απ΄το σπίτι για ν΄ανηφορίσει μέσα απ΄την Ερηκόρα και τον Αρμένη κατά το βουνό τ΄Αγιού Γιαννιού του Τρυπατέ. Εγύριζενε δε στο σπίτι κατά τα  άγρια μεσάνυχτα. Κι όλο του γκρίνιαζενε η  γυναίκα του η Αγγερού, η οποία ξέχασα να σας πω είχενε τη συνήθεια , μόλις ημούχρωνεν ήναβενε το θυμιατό κι εθύμιαζενε τα εικονίσματα του σπιτιού κι εμπαινόβγαινε απ΄Ανατολή ως Δύση και από Βορρά ως Νότο να θυμιάσει κατά τις εκκλησιές και τα ξωκλήσια που εγνώριζενε. ¨ηπιανενε τα΄Αγιε μου Γιωργάκη μου, Άγιε μου Κηρυκάκι μου, Άγιε μου Στέφανέ μου, Άγιε μου Μακάριέ μου… και δεν συμαζεύεται.

Η  Αγγερού είχενε ακουστά για τις Αγελούδες από τη γιαγιά της,   ηπίστευενε πως υπάρχουνε οι Αγελούδες κι όλο ήλεγενε του άντρα της: «Παναή  μην αργείς τα βράδια, γιατί μεσ΄τις ρεματιές που περνάς, γιατί  εδεκεί  κρύβουντενε οι Αγελούδες. Ο θεός να σε φυλάει μη σε πετύχουνε»

Μια βραδιά λοιπόν, ο Παναής ηκατηφόριζενε καβάλα στο γαδουράκι του κι εδεκεί στη ρεματιά της Ερηκόρας καμιά διακοσαριά μέτρα πριν αποανήβει στο Γεμέλιδο, του φάνηκεν πως είδενε μια γυναίκα  στα ολάσπρα μεσ΄τα κλαδιά κι εξεπρόβελνε κι ήτανε ντυμένη σαν νύφη με ολάσπρα ρούχα και στ΄αυτιά του ήκουσενε μια γλυκιά μελωδία.. . Ο φόβος τον εκυρίεψενε γιατί εσκέφτηκενε πως ήτανε μια Αγελούδα.

Άθελά του ετράβηξενε το σχοινί του γαδουρακιού, ευτό εκλώτσησεν κι ήπεσεν κάτω ο Παναής. Καθώς ήτανε καταγής ησκυψεν από πάνω του  η Αγελούδα και τον χαδολογούσε και τούλενε πως είναι όμορφος και τον θέλει για άντρα της. Εκείνος τάχενε στην αρχή χαμένα μα σε λιγάκι  ηκατάφερεν κι εσηκώθηκενε απάνω κι εστάθηκενε στα πόδια του. Τότε η Αγελούδα τον ήπιασεν απ΄το χέρι και τραγουδώντας τον έσυρε σε χορό που εν είχενε τέλος.

Η  Αγγερού, αφού είδενε πως εν εγύρισεν ο Παναής όλο το βράδι ήβγαινε κι επηαινε με την αυγή κατά τη στάνη . Έδεκει στη ρεματιά που είπαμε βρίσκει τον Παναή νάναι κατουρημένος και να κάθεται σαν τον μεθυσμένο σε μια κοτρώνα  και το γαδουράκι να βόσκει αμολητό παράμερα με το σαμάρι καταγής αναποδογυρισμένο.  ‘Ίντα ΄παθες Παναή μου;» τον ρωτά όλο αγωνία.. «Να,  τη νύκτα μ έπιασενε  μια Αγελούδα στο χορό και με ξέκαμενε» «Ηγού συμφορά που μας βρήκενε. Κάτσε Παναή μου να σε σταυροκοπήσω, σήκω και κάμε τον Σταυρό σου στον Άγιο Γιώργη μας, να σου διαβάσω τα ξόρκια της γιαγιάς μου κι από πίσω τη βασκανία για να ηρεμήσεις και να χαθεί απ΄το πρόσωπο της γης η αφορεσμένη». Ο Παναής  εγύρισενε σπίτι, εκαθαρίστηκενε  ηκοιμήθηκεν κι  όλη τη μέρα τα πρόβατα εμείνανε αφύλακτα στο βουνό. . Την άλλη μέρα τον ήβαλεν η Αγγερού να κάμει επτά σταυρούς όσες κι οι  εκκλησιές που εθύμιαζενε και να ξεκινήσει για τη στάνη. ¨Ομως το βράδι εκείνη αποφάσισεν να βάλει τον βαφτιστικό σταυρό της και να πάει κατά την Ερηκόρα να συναντήσει τον Παναή και να βεβαιωθεί μη τρέχει πάλι τίποτις κι απόψε με τις Αγελούδες.

Κατά τις 10 το βράδι ο Παναής με το γαδουράκι  εκατηφόριζεν μεσ΄τη φεγγαράδα κι εδεκεί στη ρεματιά ήβγαινε πάλι  η Αγελούδα και τον ήπιασενε στο χορό. Εκείνος τώρα εν ετρόμαξενε μα  ήνιωσενε τόση ευχαρίστηση που εγύρισενε κι εφίλησενε την Αγελούδα. Ορμά λοιπόν εδεκείνη τη στιγμή η  Αγγερού κι αρπάζει την Αγελούδα απ΄το μαλλί με τόνα χέρι και με τ΄άλλο εξέσκισενε το άσπρο φόρεμά της. Έδεκει εγίνανε τα αποκαλυπτήρια.  Η Αγγερού εγνώρισενε πως η Αγελούδα ήτανε η ανύπαντρη κόρη του παραγείτονά τος  που εγλυκόφερνε τον Παναή από καιρό…. « Μωρή εν εντράπηκες α θες να μου πάρεις τον άντρα με το κόλπο της Αγελούδας;» «Αύριο α το μάθει όλο το Γεμέλιδο και θα τους μαζέψω όλους στην πλατεία να σε φτύνουνε». Να μη τα πολυλογούμενε αντιλάλησεν  η ρεματιά απ΄τις φωνές,  τις βρισιές και τις κατάρες της Αγγερούς. Έτσινα σωρός κουβάρι αποσώσανε στο σπίτι.. Μόλις εφτάσανε στο κατώι ήρτενε η σειρά του  Παναή ν΄ακούσει τα σκολιανά του. «‘Ίντα της ήβρες βρε της ομορφονιάς και την εφίλησες;;»  «Εν ξαναπάς πια στη στάνη κι ο κόσμος να χαλάσει» κι ένα σωρό άλλα «παινέματα» του αράδιασεν βουτηγμένη μεσ΄τα νεύρα της καθώς ήτανε.  Το άλλο πρωί  ο Παναής εσηκώθηκενε χαράματα να βγεί για τη στάνη μα  εβρέθηκε κλειδωμένος.  Εφώναζεν απ΄το παραθύρι την  Αγγερού μα τίποτις. Εκείνη ,  ήκατσενε στο γάδαρο  ετράβηξενε για τη στάνη κι ηκανόνισεν τις δουλειές της ώστε με το μούχρωμα νάναι σπίτι για να κάμνει και το θύμιασμα που δεν το αποχωρίζονταν ποτέ κι ο κόσμος ανάποδα ναρχότανε. Το δρομολόγιό της πια εγίνηκενε καθημερινό…  Όσο για τον Παναή, μήνες εκράτησενε  το κλείδωμά του στο κατώι  μη τυχόν και ξαναδεί την λεγάμενη μήτε το πρωί μήτε το βράδι. Τα παρακάλια του στο βρόντο επήγανε. Η Αγγερού βράχος. «Παναή Παναή, λες δε λες εδωνά α κάθεσαι κι όχι να αρπάζεις στη ρεματιά Αγελούδες-παραγειτόνισες  και να παίρνεις  γλύκες από δαύτες.» 

  Σ΄αυτό το σημείο τελείωσε ο Θείος την ιστορία του αφήνοντάς μας να έχομενε πια στο εξής ο καθένας την άποψή του για τις Αγελούδες δηλαδής ήτανε φαντάσματα ή κοπελούδες που ερωτοτροπούσανε με τους αγαπητικούς τος μεσ΄τα σκοτεινά σοκάκια και τις ρεματιές; 

                                                         Ιάκ. Γ. Μπριλής

                                                         Μαθηματικός.