ΕΥΘΥΜΟΓΡΆΦΗΜΑ- ΤΟ ΚΈΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ

2012-09-13 21:15

Ευθυμογράφημα

 

 

                                        Το κέρασμα του Παντελή….

                                                                               ΙΑΚΩΒΟΥ ΜΠΡΙΛΗ

Τούτες τις μέρες ήταν η γιορτή τ΄Αγιoύ Παντελέμονα και γι αυτό θα αναφερθούμε σ΄ένα περιστατικό του πρωτινού καιρού που συνέβη σ΄ένα συγχωρεμένο Παντελή απ΄τον Βροντάδο που εκαθούντανε κατά τον Άγιο Μακάριο.

Η κυρά Βγενού που ήτανε η γυναίκα του Παντελή, ήπιανεν απ΄τις 10 του Ιούλη κάθε χρόνο  τα ξεσηκώματα και τα ξεσκονίσματα του σπιτιού της , ήπλυνεν τα κεντήματα και τα κεντητά μαξιλάρια για να τα φρεσκάρει και να τα στολίσει τ΄Αγιού Παντελέμονα. Όλα ήθελενε νάναι στην εντέλεια το αργότερο ως της Αγιάς Άννας  και να μένουνε οι τελευταίες δυό μέρες οι δουλειές των γλυκών και των τσουκαλιών. Κάθε χρόνο λοιπόν την παραμονή εσυνήθιζε η κ. Βγενού  να κατηφορίζει προς τους τρεις  Μύλους για να πάει  να εκκλησιαστεί στην Αγιά Παρασκευή του Καστέλλου . Κι ύστερις έλεγε «Άγιε Παντελέμονά μου συγχώρα με που εν εκκλησιάζομαι στη χάρη σου,  γιατί πνίγομαι στις δουλειές ». Για το λόγο αυτό έστελνε τον Παντελή κάθε χρόνο τέτοια μέρα στο Τάγμα του Δεσπότη να εκκλησιαστεί κι ύστερις να τραβήξει  ως την αγορά της χώρας, να πάρει τα χρειαζούμενα εφόδια για τη γιορτή του και νάρτει ως το μεσημέρι στο σπίτι. Του παράγγελνενε  ένα πεντόκαρτο ρακί, μια οκά λουκάνικο, μια οκά τυρί, δυο φρατζόλες ψωμί , κάμποσα παστά,   ελιές και δυό οκάδες ντοματοξυλάγουρα για τις σαλάτες και ότι άλλο έκρινε απαραίτητο.

Λοιπόν μια χρονιά, εξημέρωσενε τ΄Αγιού Παντελέμονα ημέρα Σάββατο κι ήρχισενε η παραπάνω διαδικασία. Ο Παντελής επήγενε στο γνωστό δρομολόγιο με τα πόδια. Αφού εψούνισενε τα χρειώδη και εγέμισενε την πανινη τσάντα που κρατούσενε, ξεκίνησενε για το Βροντάδο κι αποφάσισενε να πάει απ΄ το μέσα δρόμο. Συνάντησενε  το εκκλησάκι του Άγιου Παντελέμονα της Λέτσαινας δίπλα στον Κάντηλα ποταμό,   εστάθηκενε κι επροσκύνησενε.  Εδεκεί ήβρενε τρεις  φίλους του που τον εχαιρετήσανε για τη γιορτή του. Ο ένας λέει στην παρέα, εν πάμενε πιο πάνω ως το Φόρο να τραβήξομενε ένα ρακάκι στον καφενέ του Γιάννη καταμιάς που εβρεθήκαμενε κι εγώ α το κεράσω. Για να ξέρετενε ήλαβα σήμερις και το τσεκάκι αφ΄τον αδελφό μου το Δημητρό πούναι στην Αυστραλία γι αυτό ας  πιούμενε ένα ρακάκι  στην υγειά του.

    Ο Παντελής ήκαμενε το δύσκολο μα οι φίλοι επιμένανε κι εφτάσανε τελικά στον καφενέ για το ρακάκι. Εκάτσανε και ρακάκι στο ρακάκι, αρχίσανε να μεθούνε. Κι άντε Παντελή στην υγειά σου ήλεγεν ο ένας κι άντε ο άλλος και δώστου να βγαίνουνε στο τραπέζι ελίτσες και παστά κι ψωμάκι και τυράκι. Επιτέλους εσκολάσανε κι ο Παντελής επήρενε την τσάντα και εξεκίνησενε μεσ΄το καταμεσήμερο για τον Άγιο Μακάριο. Ήφτασενε στο σπίτι περασμένες τέσσερις κι ήβρενε τη Βγενού μπαρουτιασμένη. «Βρε Χριστιανέ μου ,ίντα ώρα είναι τούτη πότε α ετοιμάσομενε τις μεζέδες;» Εκείνος μισομεθυσμένος εν ήδωκενε απάντηση στις φωνές της μονάχα ετράβηξενε στην κάμαρη και το ‘ριξενε στον ύπνο. Μα εν επρόλαβενε να κοιμηθεί γιατί οι φωνές της Βγενούς εκουστήκανε ως απάνω το Αίπος. « Βρε αθεόφοβε πέτρες εκουβάλησες αντί για φαγιά;»  Σηκώνεται ο Παντελής και τι να δει. Η πάνινη τσάντα είχε μέσα πέτρες και το πεντόκαρτο αντί ρακί ήτανε άδειο. « Ηγού –ηγού Βγενού μου με κλέψανε οι σιχαμένοι μες τη χώρα που πήγα προς νερού μου κι εν το πήρα είδηση».Εφούντωσενε ο καυγάς κι ως  να τα πούνε όλα εδευτά, ήρτανε οι συγγενείς να χαιρετήσουνε . Η καμένη η Βγενού ήτανε απαρηγόρητη γιατί Σαββάτο βράδι όλα τα μπακάλικα ήτανε κλειστά κι εν ημπόριενε να κάνει τίποτις. Ήβγαλενε λοιπόν  στο τραπέζι μόνο γλυκά του κουταλιού, νερατζάκι, συκαλάκι, μελιτζανάκι  κι ένα ταψάκι με τις πέτρες κι ήλεγεν στους συγγενείς τη στεναχώρια της που εν έχει μεζέδες.. Μόλις εμούχρωσενε χτυπά η πόρτα κι ήρτανε οι τρεις φίλοι του Παντελή αφ΄τη Λέσταινα και φέρανε δυο τσάντες τρόφιμα και όχι μόνο, μα ο ένας που ήξερε κλαρίνο έβαλε ομπρός το γλέντι. Ενάψανε τα αίματα  κι όλοι επειράζανε τον Παντελή πως για να μη «φάει παντόφλα» είπενε ψέματα της Βγενούς για κλέφτες που του πήρανε το ρακί και τα υπόλοιπα.